προεξοφλητικός

προεξοφλητικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση
2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική»
(οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας
β) «προεξοφλητικό επιτόκιο»
(οικον.) το επιτόκιο με το οποίο η κεντρική τράπεζα επιβαρύνει τα δάνεια προς τις εμπορικές τράπεζες ή προς άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 185β στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προεξοφλητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση: Προεξοφλητικός τόκος (ο τόκος που αφαιρείται εξαιτίας της προεξόφλησης του χρέους) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”